εξαπολύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εξαπολύω < μεσαιωνική ελληνική ἐξαπολύω < ἐξ + αρχαία ελληνική ἀπολύω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ksa.poˈli.o/

Ρήμα

εξαπολύω

  1. εκτοξεύω (βλήματα, οβίδες κ.λπ) εναντίον κάποιου στόχου σε μεγάλη απόσταση
  2. οργανώνω και θέτω σε κίνηση μια επιχείρηση επιθετικού χαρακτήρα
    οι αστυνομικές αρχές εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό για τη σύλληψη των δραπετών
  3. (μεταφορικά) μιλάω επιθετικά εναντίον κάποιου στα πλαίσια μιας αντιπαράθεσης
     συνώνυμα: εκστομίζω
    εξαπέλυσε κατηγορίες από το βήμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.