παρατώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- παρατώ < αρχαία ελληνική παραιτοῦμαι
Ρήμα
παρατώ, πρτ.: παρατούσα, στ.μέλλ.: θα παρατήσω, αόρ.: παράτησα, παθ.φωνή: παρατιέμαι, μτχ.π.π.: παρατημένος
- εγκαταλείπω (όλες οι σημασίες)
- σταματώ, παύω
- αφήνω κάποιον ήσυχο
Εκφράσεις
- τα παρατάω: εγκαταλείπω μια προσπάθεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.