παρατώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρατώ < αρχαία ελληνική παραιτοῦμαι

Ρήμα

παρατώ, πρτ.: παρατούσα, στ.μέλλ.: θα παρατήσω, αόρ.: παράτησα, παθ.φωνή: παρατιέμαι, μτχ.π.π.: παρατημένος

  1. εγκαταλείπω (όλες οι σημασίες)
  2. σταματώ, παύω
  3. αφήνω κάποιον ήσυχο

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.