ενδοχώρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενδοχώρα οι ενδοχώρες
      γενική της ενδοχώρας των ενδοχωρών
    αιτιατική την ενδοχώρα τις ενδοχώρες
     κλητική ενδοχώρα ενδοχώρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδοχώρα < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Hinterland < hinter (πίσω) + Land (χώρα)

Ουσιαστικό

ενδοχώρα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.