ενδοχώρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενδοχώρα | οι | ενδοχώρες |
| γενική | της | ενδοχώρας | των | ενδοχωρών |
| αιτιατική | την | ενδοχώρα | τις | ενδοχώρες |
| κλητική | ενδοχώρα | ενδοχώρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.