σαλπάρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σαλπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική salpare < sarpare < υστερολατινική *exharpare < αρχαία ελληνική ἐξαρπάζω (αντιδάνειο)
Ρήμα
σαλπάρω , πρτ.: σάλπαρα/σαλπάριζα, στ.μέλλ.: θα σαλπάρω, αόρ.: σάλπαρα/σαλπάρισα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.