σαλπάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σαλπάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική salpare < sarpare < υστερολατινική *exharpare < αρχαία ελληνική ἐξαρπάζω (αντιδάνειο)

Ρήμα

σαλπάρω , πρτ.: σάλπαρα/σαλπάριζα, στ.μέλλ.: θα σαλπάρω, αόρ.: σάλπαρα/σαλπάρισα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (ναυτικός όρος) (για πλεούμενο) λύνω τους κάβους, σηκώνω την άγκυρα και αποπλέω
  2. (κατ’ επέκταση) ξεκινάω ταξίδι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.