ἀμφιλαφής
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀμφιλαφής | τὸ | ἀμφιλαφές | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀμφιλαφοῦς | τοῦ | ἀμφιλαφοῦς | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀμφιλαφεῖ | τῷ | ἀμφιλαφεῖ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀμφιλαφῆ | τὸ | ἀμφιλαφές | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιλαφές | ἀμφιλαφές | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀμφιλαφεῖς | τὰ | ἀμφιλαφῆ | ||
| γενική | τῶν | ἀμφιλαφῶν | τῶν | ἀμφιλαφῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀμφιλαφέσῐ(ν) | τοῖς | ἀμφιλαφέσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀμφιλαφεῖς | τὰ | ἀμφιλαφῆ | ||
| κλητική ὦ! | ἀμφιλαφεῖς | ἀμφιλαφῆ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀμφιλαφεῖ | τὼ | ἀμφιλαφεῖ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀμφιλαφοῖν | τοῖν | ἀμφιλαφοῖν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἀμφιλαφής < ἀμφι- + λαμβάνω (παρακείμενος: εἴληφα)
Επίθετο
ἀμφιλαφής
- αυτός που περιλαμβάνει / καταλαμβάνει τα πάντα
- αυτός που εξαπλώνεται παντού
- εκτεταμένος, ευρύχωρος, περιεκτικός
- πλουσιοπάροχος, άφθονος
- υπερβολικός
Πηγές
- ἀμφιλαφής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμφιλαφής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.