ἀμήχανος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμήχανος τὸ ἀμήχανον
      γενική τοῦ/τῆς ἀμηχάνου τοῦ ἀμηχάνου
      δοτική τῷ/τῇ ἀμηχάν τῷ ἀμηχάν
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμήχανον τὸ ἀμήχανον
     κλητική ! ἀμήχανε ἀμήχανον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμήχανοι τὰ ἀμήχαν
      γενική τῶν ἀμηχάνων τῶν ἀμηχάνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμηχάνοις τοῖς ἀμηχάνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμηχάνους τὰ ἀμήχαν
     κλητική ! ἀμήχανοι ἀμήχαν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμηχάνω τὼ ἀμηχάνω
      γεν-δοτ τοῖν ἀμηχάνοιν τοῖν ἀμηχάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ἀμήχανος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ἀμήχανος, -ος, -ον

  1. ανίσχυρος, αδύνατος, που δεν έχει πόρους
  2. ανίκανος, ανεπιτήδειος
  3. απραγματοποίητος, ακατόρθωτος
  4. ακαταμάχητος
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 83 ((83-85))
    αὐτὰρ ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν, | εἰς Ἐπιμηθέα πέμπε πατὴρ κλυτὸν Ἀργειφόντην | δῶρον ἄγοντα, θεῶν ταχὺν ἄγγελον·
    Κι αφού συμπλήρωσε το φοβερό το δόλο τον ακαταμάχητο, | έστειλε ο Πατέρας στον Επιμηθέα τον ξακουστό φονιά του Άργου | με το δώρο, τον ταχύ αγγελιαφόρο των θεών.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
      5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Μήδεια, στίχ. 392 ((392-394))
    ἢ δ᾽ ἐξελαύνῃ ξυμφορά μ᾽ ἀμήχανος, | αὐτὴ ξίφος λαβοῦσα, κεἰ μέλλω θανεῖν, | κτενῶ σφε, τόλμης δ᾽ εἶμι πρὸς τὸ καρτερόν.
    Αν πάλι κάποια συμφορά ακαταμάχητη ορθωθεί εμπρός μου, | θα αδράξω το ξίφος και θα τους σκοτώσω, | ακόμα και αν είναι να πεθάνω. Θα φτάσω στο ακρότατο σημείο της τόλμης.
    Μετάφραση (2012): Θ. Κ. Στεφανόπουλος, Αθήνα: Κίχλη @greeklanguage.gr
  5. ανώφελος, άχρηστος
  6. (για πράγματα) δύσκολος, αδύνατος
  7. πολύ μεγάλος, απέραντος
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 10, 608c
    Καὶ μήν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τά γε μέγιστα ἐπίχειρα ἀρετῆς καὶ προκείμενα ἆθλα οὐ διεληλύθαμεν. Ἀμήχανόν τι, ἔφη, λέγεις μέγεθος, εἰ τῶν εἰρημένων μείζω ἐστὶν ἄλλα.
    Και όμως δεν μιλήσαμε ακόμα για τις πάρα πολύ μεγάλες ανταμοιβές και τα έπαθλα που ορίζονται για την αρετή. Πρέπει να ᾽ναι απίθανα μεγάλες, αν υπάρχουν άλλες μεγαλύτερες απ᾽ όσες αναφέραμε ήδη.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greeklanguage.gr
  8. (για μεγέθη ή ένταση) ασύλληπτος, αδιανόητος
      5ος/4ος πκε αιώνας Πλάτων, Συμπόσιον, 218e ((218d-218e))
    Ὦ φίλε Ἀλκιβιάδη, κινδυνεύεις τῷ ὄντι οὐ φαῦλος εἶναι, εἴπερ ἀληθῆ τυγχάνει ὄντα ἃ λέγεις περὶ ἐμοῦ, καί τις ἔστ᾽ ἐν ἐμοὶ δύναμις δι᾽ ἧς ἂν σὺ γένοιο ἀμείνων· ἀμήχανόν τοι κάλλος ὁρῴης ἂν ἐν ἐμοὶ καὶ τῆς παρὰ σοὶ εὐμορφίας πάμπολυ διαφέρον.
    Φίλε Αλκιβιάδη, βρίσκεσαι πολύ κοντά, τωόντι, στο να έχεις γίνει αξιόλογος, αν συμβαίνει τα όσα λες για μένα ν᾽ ανταποκρίνονται στην αλήθεια, κι ότι έχω μέσα μου μια δύναμη, με την οποία θα μπορούσες να βελτιωθείς. Θα ᾽χεις ατενίσει κάποια ανείπωτη ωραιότητα μέσα μου, πολύ πολύ ανώτερη απ᾽ τη δική σου ομορφιά.
    Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greeklanguage.gr
  9. (για όνειρα) δυσερμήνευτος, ανεξήγητος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 19 (τ. Ὀδυσσέως καὶ Πηνελόπης ὁμιλία. Νίπτρα.), στίχ. 560 ((560-561))
    «ξεῖν᾽, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι | γίγνοντ᾽, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι.
    «Ξένε, τα ονείρατα πολλά κι αμήχανα μας έρχονται, | όμως δεν βγαίνουν όλα αληθινά στον άνθρωπο.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr

  • δωρικός τύπος: ἀμάχανος

Εκφράσεις

  • ἀμήχανα ἔργα: στενοχώρια που δε βρίσκει γιατρειά ή βοήθεια
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 11 (Λ. Ἀγαμέμνονος ἀριστεία.), στίχ. 310 ((310-311))
    Ἔνθά κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, | καί νύ κεν ἐν νήεσσι πέσον φεύγοντες Ἀχαιοί,
    Κακό τότε θα έβρισκε μεγάλο τους Αργείους | και θα ᾽φευγαν στα πλοία τους,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 836 ((836-838))
    καί νύ κεν ἔπλετο ἔργον ἀμήχανον ἤματι κείνῳ, | καί κεν ὅ γε θνητοῖσι καὶ ἀθανάτοισιν ἄναξεν, | εἰ μὴ ἄρ᾽ ὀξὺ νόησε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε·
    Και θα γινότανε κακό αγιάτρευτο τη μέρα εκείνη | και θα βασίλευε ο Τυφώνας στους αθάνατους και τους θνητούς, | αν γρήγορα δε το ᾽νιωθε ο πατέρας των θεών και των ανθρώπων.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greeklanguage.gr
  • ἀμήχανόν ἐστι: είναι αδύνατο
      5ος πκε αιώνας Σοφοκλῆς, Ἀντιγόνη, στίχ. 175 ((175-177))
    ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν | ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν | ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ.
    Αδύνατο όμως είναι να γνωρίσεις | την ψυχή, τις ιδέες και τη γνώμη ενός ανθρώπου, | πριν δοκιμαστεί στην εξουσία επάνω και στους νόμους.
    Μετάφραση (1940): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης), Αθήνα: Εστία @greeklanguage.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.