ἀλεκτρυών
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ᾰλεκτρυων-, ᾰλεκτρυον- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀλεκτρυών | οἱ/αἱ | ἀλεκτρυόνες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἀλεκτρυόνος | τῶν | ἀλεκτρυόνων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἀλεκτρυόνῐ | τοῖς/ταῖς | ἀλεκτρυόσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀλεκτρυόνᾰ | τοὺς/τὰς | ἀλεκτρυόνᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἀλεκτρυών | ἀλεκτρυόνες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλεκτρυόνε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἀλεκτρυόνοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- ἀλεκτρυών < ἀλέξω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ἀλεκτρυών, -όνος αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- ἀλεκτρύαινα
- ἀλεκτρυόνειος
- ἀλεκτρυόνιλον
- ἀλεκτρυονίς
- ἀλεκτρυονοπώλης
- ἀλεκτρυονοτρόφος
- ἀλεκτρυονώδης
- ἀλεκτρυοπώλιον
- Ἀλεκτρυών
- ἱππαλεκτρυών
→ και δείτε τη λέξη ἀλέκτωρ
Πηγές
- ἀλεκτρυών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλεκτρυών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.