ἀλεκτρυονίς

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀλεκτρυονίς αἱ ἀλεκτρυονίδες
      γενική τῆς ἀλεκτρυονίδος τῶν ἀλεκτρυονίδων
      δοτική τῇ ἀλεκτρυονίδ ταῖς ἀλεκτρυονίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀλεκτρυονίδ τὰς ἀλεκτρυονίδᾰς
     κλητική ! ἀλεκτρυονίς* ἀλεκτρυονίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλεκτρυονίδε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλεκτρυονίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀλεκτρυονίς < ἀλεκτρυών, -ον + -ίς

Ουσιαστικό

ἀλεκτρυονίς θηλυκό [ᾰ]

  • (ορνιθολογία) η κότα, η ἀλεκτορίς
      2ος αιώνας κε Γαληνός, In Hippocratis Librum de Fracturis Commentarii, 3, 1, 18b, 413
    ἔτι τε ἀλεκτρυόνων καὶ ἀλεκτρυονίδων

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.