κόττος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόττος οἱ κόττοι
      γενική τοῦ κόττου τῶν κόττων
      δοτική τῷ κόττ τοῖς κόττοις
    αιτιατική τὸν κόττον τοὺς κόττους
     κλητική ! κόττε κόττοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόττω
γεν-δοτ τοῖν  κόττοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το ψάρι κόττος.

Ετυμολογία

κόττος < (ίσως) προελληνική [1]

Ουσιαστικό

κόττος, -ου αρσενικό

  1. (ψάρι) ψάρι του γλυκού νερού
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. (πτηνό) κόκορας
       συνώνυμα: ἀλέκτωρ, ἀλεκτρυών
    2. (θηλαστικό ζώο) είδος αλόγου
    3. κύβος, ζάρι

  • κόττα

Αναφορές

  1. κοττίς - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.