κόττος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κόττος | οἱ | κόττοι |
| γενική | τοῦ | κόττου | τῶν | κόττων |
| δοτική | τῷ | κόττῳ | τοῖς | κόττοις |
| αιτιατική | τὸν | κόττον | τοὺς | κόττους |
| κλητική ὦ! | κόττε | κόττοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κόττω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κόττοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το ψάρι κόττος.
Ετυμολογία
- κόττος < (ίσως) προελληνική [1]
Ουσιαστικό
κόττος, -ου αρσενικό
- κόττα
Αναφορές
- κοττίς - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
- κόττος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.