υψώσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

υψώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υψώνω
  2. θα υψώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υψώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

υψώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ύψωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.