όρμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο όρμος οι όρμοι
      γενική του όρμου των όρμων
    αιτιατική τον όρμο τους όρμους
     κλητική όρμε όρμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όρμος < αρχαία ελληνική ὅρμος

Ουσιαστικό

όρμος αρσενικό

  • μικρή σχετικά και κλειστή εσοχή της ξηράς που σχηματίζει ένα φυσικό λιμάνι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.