προσόρμιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσόρμιση οι προσορμίσεις
      γενική της προσόρμισης* των προσορμίσεων
    αιτιατική την προσόρμιση τις προσορμίσεις
     κλητική προσόρμιση προσορμίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσορμίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσόρμιση < αρχαία ελληνική προσόρμισις[1] [2] < προσορμίζω < πρός + ὅρμος

Ουσιαστικό

προσόρμιση θηλυκό

Μεταφράσεις

  1. προσόρμιση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. προσόρμιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.