ὁρμίζω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὁρμίζω < ὁρμέω ή ὅρμος

Ρήμα

ὁρμίζω και ορμίζομαι

  1. φέρνω σε ασφαλές αγκυροβόλιο
    ἐπὶ τῷ Ῥίῳ, ἔξω ὡρμίσαντο
    ὁρμίσας ἕκαστον ἀσκόν, λίθους ἀρτήσας καὶ ἀφείς ὥσπερ ἀγκύρας
  2. προσορμίζω, δένω καλά το καράβι, το στερεώνω
  3. έρχομαι στη στεριά
    πρὸς τὴν γῆν ὁρμισθείς
  4. φέρνω πίσω στην πατρίδα το πλοίο και τους άνδρες του
  5. (μεταφορικά) παρέχω γενικά ασφάλεια, προστασία
    ἐν σπαργάνοισι παιδὸς ὁρμίσαι
  6. (μεταφορικά) βρίσκω ψυχικό απάγκιο
    εἰς λιμένα τὸν τῆς τέχνης ὁρμίζεσθαι
  7. βρίσκω το τελευταίο λιμάνι, πεθαίνω
    ὁρμίζεσθαι τὴν τελευταίαν ὅρμισιν

Συγγενικά

Σύνθετα

  • προσορμίζω
  • καθορμίζω
  • παρορμίζω
  • περιορμίζω
  • ἐφορμίζω
  • ὑφορμίζομαι και ὑφορμέω (κρυφά ορμίζομαι)
  • εἰσορμίζω
  • συνορμίζω
  • ἐγκαθορμίζομαι

Τύποι

ὁρμίζω, παρατατικός ὥρμιζον, μέλλων ὁρμίσω αόριστος ὥρμισα, μέσο και παθητικό ὁρμίζομαι, παρατατικός ὡρμιζόμην, μέλλοντας ὁρμιοῦμαι, αόριστος ὡρμισάμην και σπανιότερα ὡρμίσθην, παρακείμενος ὥρμισμαι

Σημειώσεις

έχει ομόηχους τύπους με το ὁρμάω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.