μεθόρμιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεθόρμιση | οι | μεθορμίσεις |
| γενική | της | μεθόρμισης* | των | μεθορμίσεων |
| αιτιατική | τη | μεθόρμιση | τις | μεθορμίσεις |
| κλητική | μεθόρμιση | μεθορμίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεθορμίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
μεθόρμιση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.