όρκα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όρκα | οι | όρκες |
| γενική | της | όρκας | των | ορκών |
| αιτιατική | την | όρκα | τις | όρκες |
| κλητική | όρκα | όρκες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

δυο όρκες πηδάνε πάνω απ' την επιφάνεια της θάλασσας
Ετυμολογία
- όρκα < (άμεσο δάνειο) γαλλική orque < λατινική orca < (πιθανόν) ελληνιστική κοινή ὄρυξ (ένα είδος φάλαινας) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈoɾ.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : όρ‐κα
Ουσιαστικό
όρκα θηλυκό
- όρκη
-
όρκα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- όρκα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- όρκα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Αναφορές
- όρκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.