θαλάσσιο

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /θaˈla.si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θαλάσσιο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

θαλάσσιο

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του θαλάσσιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του θαλάσσιος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.