όπλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όπλιση οι οπλίσεις
      γενική της όπλισης* των οπλίσεων
    αιτιατική την όπλιση τις οπλίσεις
     κλητική όπλιση οπλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, οπλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

όπλιση < οπλίζω + -ση[1]

Ουσιαστικό

όπλιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.