όπλιση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | όπλιση | οι | οπλίσεις |
| γενική | της | όπλισης* | των | οπλίσεων |
| αιτιατική | την | όπλιση | τις | οπλίσεις |
| κλητική | όπλιση | οπλίσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, οπλίσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
όπλιση
|
|
- όπλιση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.