ὅπλισις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὅπλισῐς αἱ ὁπλίσεις
      γενική τῆς ὁπλίσεως τῶν ὁπλίσεων
      δοτική τῇ ὁπλίσει ταῖς ὁπλίσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ὅπλισῐν τὰς ὁπλίσεις
     κλητική ! ὅπλισῐ ὁπλίσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁπλίσει
γεν-δοτ τοῖν  ὁπλισέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὅπλισις < ὁπλίζω + -σις

Ουσιαστικό

ὅπλισις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.