οπλίσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

οπλίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οπλίζω
  2. θα οπλίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οπλίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

οπλίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του όπλιση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.