όναγρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | όναγρος | οι | όναγροι |
| γενική | του | όναγρου & ονάγρου |
των | όναγρων & ονάγρων |
| αιτιατική | τον | όναγρο | τους | όναγρους & ονάγρους |
| κλητική | όναγρε | όναγροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Όναγροι (1)
Ετυμολογία
- όναγρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὄναγρος < αρχαία ελληνική ὄνος + ἄγριος
Ουσιαστικό
όναγρος αρσενικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.