ὄναγρος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὄναγρος οἱ ὄναγροι
      γενική τοῦ ὀνάγρου τῶν ὀνάγρων
      δοτική τῷ ὀνάγρ τοῖς ὀνάγροις
    αιτιατική τὸν ὄναγρον τοὺς ὀνάγρους
     κλητική ! ὄναγρε ὄναγροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀνάγρω
γεν-δοτ τοῖν  ὀνάγροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ὄναγρος < αρχαία ελληνική ὄνος + ἄγριος  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ὄναγρος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  1. (θηλαστικό ζώο) o όναγρος
  2. (στρατιωτικός όρος)) ο όναγρος (είδος καταπέλτη)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.