ψυχωφελής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψυχωφελής | η | ψυχωφελής | το | ψυχωφελές |
| γενική | του | ψυχωφελούς* | της | ψυχωφελούς | του | ψυχωφελούς |
| αιτιατική | τον | ψυχωφελή | την | ψυχωφελή | το | ψυχωφελές |
| κλητική | ψυχωφελή(ς) | ψυχωφελής | ψυχωφελές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψυχωφελείς | οι | ψυχωφελείς | τα | ψυχωφελή |
| γενική | των | ψυχωφελών | των | ψυχωφελών | των | ψυχωφελών |
| αιτιατική | τους | ψυχωφελείς | τις | ψυχωφελείς | τα | ψυχωφελή |
| κλητική | ψυχωφελείς | ψυχωφελείς | ψυχωφελή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψυχωφελής < (καθαρεύουσα) (ψυχή) ψυχ- + -ωφελής (< όφελος, με έκταση λόγω της σύνθεσης)
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xo.feˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χω‐φε‐λής
Επίθετο
ψυχωφελής, -ής, -ές
- (λόγιο) που συμβάλλει θετικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα
- ↪ ψυχωφελές κείμενο
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ψυχωφελής
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.