ωρειάριος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ωρειάριος | οι | ωρειάριοι |
| γενική | του | ωρειάριου | των | ωρειάριων |
| αιτιατική | τον | ωρειάριο | τους | ωρειάριους |
| κλητική | ωρειάριε | ωρειάριοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ωρειάριος < ωρείο + -άριος < μεσαιωνική ελληνική ὡρεῖον < ελληνιστική κοινή ὡρεῖον < αρχαία ελληνική ὥρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr- / *yeh₁r- (έτος, εποχή)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ωρειάριος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.