ωραιοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωραιοποιημένος | η | ωραιοποιημένη | το | ωραιοποιημένο |
| γενική | του | ωραιοποιημένου | της | ωραιοποιημένης | του | ωραιοποιημένου |
| αιτιατική | τον | ωραιοποιημένο | την | ωραιοποιημένη | το | ωραιοποιημένο |
| κλητική | ωραιοποιημένε | ωραιοποιημένη | ωραιοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωραιοποιημένοι | οι | ωραιοποιημένες | τα | ωραιοποιημένα |
| γενική | των | ωραιοποιημένων | των | ωραιοποιημένων | των | ωραιοποιημένων |
| αιτιατική | τους | ωραιοποιημένους | τις | ωραιοποιημένες | τα | ωραιοποιημένα |
| κλητική | ωραιοποιημένοι | ωραιοποιημένες | ωραιοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωραιοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ωραιοποιώ
Προφορά
Μετοχή
ωραιοποιημένος , -η , -ο
- που τον έχουν ωραιοποιήσει, βελτιώσει επιφανειακά
- αυτή η εκδοχή είναι η ωραιοποιημένη άποψή σου και απέχει πολύ από τα γεγονότα έτσι όπως τα θυμάμαι εγώ κι άλλοι δέκα!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.