ωλένιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωλένιος | η | ωλένια | το | ωλένιο |
| γενική | του | ωλένιου | της | ωλένιας | του | ωλένιου |
| αιτιατική | τον | ωλένιο | την | ωλένια | το | ωλένιο |
| κλητική | ωλένιε | ωλένια | ωλένιο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωλένιοι | οι | ωλένιες | τα | ωλένια |
| γενική | των | ωλένιων | των | ωλένιων | των | ωλένιων |
| αιτιατική | τους | ωλένιους | τις | ωλένιες | τα | ωλένια |
| κλητική | ωλένιοι | ωλένιες | ωλένια | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωλένιος < ελληνιστική κοινή ὠλένιος < αρχαία ελληνική ὠλένη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ωλένη
Πηγές
- ωλένιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ωλένιος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.