ωλενικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ωλενικός | η | ωλενική | το | ωλενικό |
| γενική | του | ωλενικού | της | ωλενικής | του | ωλενικού |
| αιτιατική | τον | ωλενικό | την | ωλενική | το | ωλενικό |
| κλητική | ωλενικέ | ωλενική | ωλενικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ωλενικοί | οι | ωλενικές | τα | ωλενικά |
| γενική | των | ωλενικών | των | ωλενικών | των | ωλενικών |
| αιτιατική | τους | ωλενικούς | τις | ωλενικές | τα | ωλενικά |
| κλητική | ωλενικοί | ωλενικές | ωλενικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ωλενικός < ωλένη + -ικός < αρχαία ελληνική ὠλένη
Μεταφράσεις
ωλενικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.