κατιφές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατιφές | οι | κατιφέδες |
| γενική | του | κατιφέ | των | κατιφέδων |
| αιτιατική | τον | κατιφέ | τους | κατιφέδες |
| κλητική | κατιφέ | κατιφέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατιφές < (άμεσο δάνειο) τουρκική katife < αραβική قطيفة (katīfa, βελούδο)
Ουσιαστικό
κατιφές αρσενικό
- (βοτανική, λουλούδι) καλλωπιστικό μονοετές φυτό με πορτοκαλί ή κίτρινα άνθη
- ≈ συνώνυμα: τσετσέκι
- (παρωχημένο) είδος βελούδου από μετάξι
- (παρωχημένο) καντηφές
- (παρωχημένο) κατηφές
Παράγωγα
- κατιφένιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.