ψυχοχειρουργική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχοχειρουργική οι ψυχοχειρουργικές
      γενική της ψυχοχειρουργικής των ψυχοχειρουργικών
    αιτιατική την ψυχοχειρουργική τις ψυχοχειρουργικές
     κλητική ψυχοχειρουργική ψυχοχειρουργικές
Σύνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψυχοχειρουργική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychosurgery < αρχαία ελληνική ψυχή + χειρουργικός

Ουσιαστικό

ψυχοχειρουργική θηλυκό

  • (ιατρική) χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, ως μέθοδος αποκατάστασης ή θεραπείας διαφόρων ψυχοσωματικών διαταραχών
    Το θετικό είναι ότι η δίαιτα με καρότα και μπρόκολα ως αντιεγκληματική στρατηγική (η παροχή βιταμινών στους φυλακισμένους θα κοστίσει 3,5 εκατομμύρια στερλίνες στη Βρετανία) τουλάχιστον δεν θα αφήσει άλλο ένα μελανό σημείο στην ιστορία, όπως άφησε η Ευγονική των κοινωνικών Δαρβινιστών και του Λαμπρόζο, ή η ψυχοχειρουργική όσων επιχείρησαν να θεραπεύσουν τη βίαιη συμπεριφορά με λευκοτομές και λοβοτομές. (*)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.