ψυχαγωγώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψυχαγωγώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψυχαγωγῶ, συνηρημένος τύπος του ψυχαγωγέω < αρχαία ελληνική ψυχ- + ἄγω
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.xa.ɣoˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χα‐γω‐γώ
Ρήμα
ψυχαγωγώ, αόρ.: ψυχαγώγησα, παθ.φωνή: ψυχαγωγούμαι, π.αόρ.: ψυχαγωγήθηκα, μτχ.π.π.: ψυχαγωγημένος
- κάνω κάποιον να νιώθει ψυχική ικανοποίηση κι ευχαρίστηση
Συνώνυμα
- (διασκεδάζω)
- (ευφραίνω)
- (τέρπω)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψυχαγωγώ | ψυχαγωγούσα | θα ψυχαγωγώ | να ψυχαγωγώ | ψυχαγωγώντας | |
| β' ενικ. | ψυχαγωγείς | ψυχαγωγούσες | θα ψυχαγωγείς | να ψυχαγωγείς | ||
| γ' ενικ. | ψυχαγωγεί | ψυχαγωγούσε | θα ψυχαγωγεί | να ψυχαγωγεί | ||
| α' πληθ. | ψυχαγωγούμε | ψυχαγωγούσαμε | θα ψυχαγωγούμε | να ψυχαγωγούμε | ||
| β' πληθ. | ψυχαγωγείτε | ψυχαγωγούσατε | θα ψυχαγωγείτε | να ψυχαγωγείτε | ψυχαγωγείτε | |
| γ' πληθ. | ψυχαγωγούν(ε) | ψυχαγωγούσαν(ε) | θα ψυχαγωγούν(ε) | να ψυχαγωγούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψυχαγώγησα | θα ψυχαγωγήσω | να ψυχαγωγήσω | ψυχαγωγήσει | ||
| β' ενικ. | ψυχαγώγησες | θα ψυχαγωγήσεις | να ψυχαγωγήσεις | ψυχαγώγησε | ||
| γ' ενικ. | ψυχαγώγησε | θα ψυχαγωγήσει | να ψυχαγωγήσει | |||
| α' πληθ. | ψυχαγωγήσαμε | θα ψυχαγωγήσουμε | να ψυχαγωγήσουμε | |||
| β' πληθ. | ψυχαγωγήσατε | θα ψυχαγωγήσετε | να ψυχαγωγήσετε | ψυχαγωγήστε | ||
| γ' πληθ. | ψυχαγώγησαν ψυχαγωγήσαν(ε) |
θα ψυχαγωγήσουν(ε) | να ψυχαγωγήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ψυχαγωγήσει | είχα ψυχαγωγήσει | θα έχω ψυχαγωγήσει | να έχω ψυχαγωγήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ψυχαγωγήσει | είχες ψυχαγωγήσει | θα έχεις ψυχαγωγήσει | να έχεις ψυχαγωγήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ψυχαγωγήσει | είχε ψυχαγωγήσει | θα έχει ψυχαγωγήσει | να έχει ψυχαγωγήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψυχαγωγήσει | είχαμε ψυχαγωγήσει | θα έχουμε ψυχαγωγήσει | να έχουμε ψυχαγωγήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ψυχαγωγήσει | είχατε ψυχαγωγήσει | θα έχετε ψυχαγωγήσει | να έχετε ψυχαγωγήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψυχαγωγήσει | είχαν ψυχαγωγήσει | θα έχουν ψυχαγωγήσει | να έχουν ψυχαγωγήσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ψυχαγωγούμαι | ψυχαγωγούμουν | θα ψυχαγωγούμαι | να ψυχαγωγούμαι | ||
| β' ενικ. | ψυχαγωγείσαι | ψυχαγωγούσουν | θα ψυχαγωγείσαι | να ψυχαγωγείσαι | ||
| γ' ενικ. | ψυχαγωγείται | ψυχαγωγούνταν | θα ψυχαγωγείται | να ψυχαγωγείται | ||
| α' πληθ. | ψυχαγωγούμαστε | ψυχαγωγούμασταν ψυχαγωγούμαστε |
θα ψυχαγωγούμαστε | να ψυχαγωγούμαστε | ||
| β' πληθ. | ψυχαγωγείστε | ψυχαγωγούσασταν ψυχαγωγούσαστε |
θα ψυχαγωγείστε | να ψυχαγωγείστε | ψυχαγωγείστε | |
| γ' πληθ. | ψυχαγωγούνται | ψυχαγωγούνταν | θα ψυχαγωγούνται | να ψυχαγωγούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ψυχαγωγήθηκα | θα ψυχαγωγηθώ | να ψυχαγωγηθώ | ψυχαγωγηθεί | ||
| β' ενικ. | ψυχαγωγήθηκες | θα ψυχαγωγηθείς | να ψυχαγωγηθείς | ψυχαγωγήσου | ||
| γ' ενικ. | ψυχαγωγήθηκε | θα ψυχαγωγηθεί | να ψυχαγωγηθεί | |||
| α' πληθ. | ψυχαγωγηθήκαμε | θα ψυχαγωγηθούμε | να ψυχαγωγηθούμε | |||
| β' πληθ. | ψυχαγωγηθήκατε | θα ψυχαγωγηθείτε | να ψυχαγωγηθείτε | ψυχαγωγηθείτε | ||
| γ' πληθ. | ψυχαγωγήθηκαν ψυχαγωγηθήκαν(ε) |
θα ψυχαγωγηθούν(ε) | να ψυχαγωγηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ψυχαγωγηθεί | είχα ψυχαγωγηθεί | θα έχω ψυχαγωγηθεί | να έχω ψυχαγωγηθεί | ψυχαγωγημένος | |
| β' ενικ. | έχεις ψυχαγωγηθεί | είχες ψυχαγωγηθεί | θα έχεις ψυχαγωγηθεί | να έχεις ψυχαγωγηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ψυχαγωγηθεί | είχε ψυχαγωγηθεί | θα έχει ψυχαγωγηθεί | να έχει ψυχαγωγηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ψυχαγωγηθεί | είχαμε ψυχαγωγηθεί | θα έχουμε ψυχαγωγηθεί | να έχουμε ψυχαγωγηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ψυχαγωγηθεί | είχατε ψυχαγωγηθεί | θα έχετε ψυχαγωγηθεί | να έχετε ψυχαγωγηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ψυχαγωγηθεί | είχαν ψυχαγωγηθεί | θα έχουν ψυχαγωγηθεί | να έχουν ψυχαγωγηθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ψυχαγωγημένος - είμαστε, είστε, είναι ψυχαγωγημένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ψυχαγωγημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ψυχαγωγημένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ψυχαγωγημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ψυχαγωγημένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ψυχαγωγημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ψυχαγωγημένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.