ψυχαγωγέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ψυχαγωγέω < ψυχαγωγός
Ρήμα
ψυχαγωγέω-ψυχαγωγῶ
- οδηγώ τις ψυχές των νεκρών στον Κάτω Κόσμο
- ανακαλώ τις ψυχές των νεκρών για κάποια θυσία
- (στους χριστιανικούς χρόνους) ασκώ την σωματεμπορία, τη δουλεία, πουλώ ανθρώπους ως δούλους
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψυχή
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ψυχαγωγέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψυχαγωγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.