ψοφώδης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψοφώδης η ψοφώδης το ψοφώδες
      γενική του ψοφώδους της ψοφώδους του ψοφώδους
    αιτιατική τον ψοφώδη την ψοφώδη το ψοφώδες
     κλητική ψοφώδη(ς) ψοφώδης ψοφώδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψοφώδεις οι ψοφώδεις τα ψοφώδη
      γενική των ψοφωδών των ψοφωδών των ψοφωδών
    αιτιατική τους ψοφώδεις τις ψοφώδεις τα ψοφώδη
     κλητική ψοφώδεις ψοφώδεις ψοφώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψοφώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψοφώδης < ψόφ(ος) (θόρυβος) + -ώδης

Επίθετο

ψοφώδης, -ης, -ες

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ψοφωδεσ-
ονομαστική / ψοφώδης τὸ ψοφῶδες
      γενική τοῦ/τῆς ψοφώδους τοῦ ψοφώδους
      δοτική τῷ/τῇ ψοφώδει τῷ ψοφώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν ψοφώδη τὸ ψοφῶδες
     κλητική ! ψοφῶδες ψοφῶδες
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ψοφώδεις τὰ ψοφώδη
      γενική τῶν ψοφώδων τῶν ψοφώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς ψοφώδεσ(ν) τοῖς ψοφώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ψοφώδεις τὰ ψοφώδη
     κλητική ! ψοφώδεις ψοφώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ψοφώδει τὼ ψοφώδει
      γεν-δοτ τοῖν ψοφώδοιν τοῖν ψοφώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ψοφώδης < ψόφ(ος) (θόρυβος) + -ώδης

Επίθετο

ψοφώδης, -ης, -ες

  • ψοφώδης, θορυβώδης, γεμάτος θόρυβο
      4ος αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ρητορική, 1406b
    διὸ χρησιμωτάτη ἡ διπλῆ λέξις τοῖς διθυραμβοποιοῖς (οὗτοι γὰρ ψοφώδεις), αἱ δὲ γλῶτται τοῖς ἐποποιοῖς (σεμνὸν γὰρ καὶ αὔθαδες), ἡ δὲ μεταφορὰ τοῖς ἰαμβείοις (τούτοις γὰρ νῦν χρῶνται, ὥσπερ εἴρηται).

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.