ψοφώδης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψοφώδης | η | ψοφώδης | το | ψοφώδες |
| γενική | του | ψοφώδους | της | ψοφώδους | του | ψοφώδους |
| αιτιατική | τον | ψοφώδη | την | ψοφώδη | το | ψοφώδες |
| κλητική | ψοφώδη(ς) | ψοφώδης | ψοφώδες | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψοφώδεις | οι | ψοφώδεις | τα | ψοφώδη |
| γενική | των | ψοφωδών | των | ψοφωδών | των | ψοφωδών |
| αιτιατική | τους | ψοφώδεις | τις | ψοφώδεις | τα | ψοφώδη |
| κλητική | ψοφώδεις | ψοφώδεις | ψοφώδη | |||
| Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψοφώδης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψοφώδης < ψόφ(ος) (θόρυβος) + -ώδης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψόφος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ψοφωδεσ- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ψοφώδης | τὸ | ψοφῶδες | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ψοφώδους | τοῦ | ψοφώδους | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ψοφώδει | τῷ | ψοφώδει | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ψοφώδη | τὸ | ψοφῶδες | ||
| κλητική ὦ! | ψοφῶδες | ψοφῶδες | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ψοφώδεις | τὰ | ψοφώδη | ||
| γενική | τῶν | ψοφώδων | τῶν | ψοφώδων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ψοφώδεσῐ(ν) | τοῖς | ψοφώδεσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ψοφώδεις | τὰ | ψοφώδη | ||
| κλητική ὦ! | ψοφώδεις | ψοφώδη | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψοφώδει | τὼ | ψοφώδει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ψοφώδοιν | τοῖν | ψοφώδοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ψοφώδης, -ης, -ες
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ψόφος
Πηγές
- ψοφώδης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ψοφώδης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.