ψιλοκρυωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψιλοκρυωμένος | η | ψιλοκρυωμένη | το | ψιλοκρυωμένο |
| γενική | του | ψιλοκρυωμένου | της | ψιλοκρυωμένης | του | ψιλοκρυωμένου |
| αιτιατική | τον | ψιλοκρυωμένο | την | ψιλοκρυωμένη | το | ψιλοκρυωμένο |
| κλητική | ψιλοκρυωμένε | ψιλοκρυωμένη | ψιλοκρυωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψιλοκρυωμένοι | οι | ψιλοκρυωμένες | τα | ψιλοκρυωμένα |
| γενική | των | ψιλοκρυωμένων | των | ψιλοκρυωμένων | των | ψιλοκρυωμένων |
| αιτιατική | τους | ψιλοκρυωμένους | τις | ψιλοκρυωμένες | τα | ψιλοκρυωμένα |
| κλητική | ψιλοκρυωμένοι | ψιλοκρυωμένες | ψιλοκρυωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψιλοκρυωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου < ψιλο- + κρυωμένος (Πρότυπο:μτχπp)
Προφορά
- ΔΦΑ : /psi.lo.kɾi.oˈme.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψι‐λο‐κρυ‐ω‐μέ‐νος
Μεταφράσεις
ψιλοκρυωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.