ψιλοδουλεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ψιλοδουλεμένος | η | ψιλοδουλεμένη | το | ψιλοδουλεμένο |
| γενική | του | ψιλοδουλεμένου | της | ψιλοδουλεμένης | του | ψιλοδουλεμένου |
| αιτιατική | τον | ψιλοδουλεμένο | την | ψιλοδουλεμένη | το | ψιλοδουλεμένο |
| κλητική | ψιλοδουλεμένε | ψιλοδουλεμένη | ψιλοδουλεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ψιλοδουλεμένοι | οι | ψιλοδουλεμένες | τα | ψιλοδουλεμένα |
| γενική | των | ψιλοδουλεμένων | των | ψιλοδουλεμένων | των | ψιλοδουλεμένων |
| αιτιατική | τους | ψιλοδουλεμένους | τις | ψιλοδουλεμένες | τα | ψιλοδουλεμένα |
| κλητική | ψιλοδουλεμένοι | ψιλοδουλεμένες | ψιλοδουλεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ψιλοδουλεμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου ψιλοδουλεύω
Μετοχή
ψιλοδουλεμένος, -η, -ο
- που έχει φτιαχτεί, που έχει δουλευτεί με πολλή προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια, περίτεχνος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ψιλοδουλεμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.