ψιλικατζού

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιλικατζού οι ψιλικατζούδες
      γενική της ψιλικατζούς των ψιλικατζούδων
    αιτιατική την ψιλικατζού τις ψιλικατζούδες
     κλητική ψιλικατζού ψιλικατζούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιλικατζού < ψιλικατζ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

ΔΦΑ : /psi.li.kaˈd͡zu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψιλικατζού

Ουσιαστικό

ψιλικατζού θηλυκό

  1. (επάγγελμα) θηλυκό του ψιλικατζής: ιδιοκτήτρια ή υπάλληλος ενός ψιλικατζίδικου
  2. (αργκό) κλέφτρα ευτελών αντικειμένων ή μικροποσών

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ψιλικατζής

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.