μικροποσό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικροποσό τα μικροποσά
      γενική του μικροποσού των μικροποσών
    αιτιατική το μικροποσό τα μικροποσά
     κλητική μικροποσό μικροποσά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μικροποσό < μικρός + -ο- + ποσό

Ουσιαστικό

μικροποσό ουδέτερο

  • μικρό ποσό, μικρή ποσότητα
    Έκλεψαν μικροποσό απο το παγκάρι στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην Αγιάσο. (*)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.