ψιλικατζίδικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ψιλικατζίδικο | τα | ψιλικατζίδικα |
| γενική | του | ψιλικατζίδικου | των | ψιλικατζίδικων |
| αιτιατική | το | ψιλικατζίδικο | τα | ψιλικατζίδικα |
| κλητική | ψιλικατζίδικο | ψιλικατζίδικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψιλικατζίδικο < ψιλικατζ(ής) + -ίδικο
Ουσιαστικό
ψιλικατζίδικο ουδέτερο
Μεταφράσεις
ψιλικατζίδικο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.