ψηλοκρεμαστά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ψηλοκρεμαστά
<
ψηλοκρεμαστός
Επίρρημα
ψηλοκρεμαστά
με
ρίψη
σε
ψηλό
μέρος, σαν να πρόκειται να
κρεμαστεί
κάπου
Μεταφράσεις
ψηλοκρεμαστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ψηλοκρεμαστά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
ψηλοκρεμαστό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.