ψευτομαγκιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευτομαγκιά οι ψευτομαγκιές
      γενική της ψευτομαγκιάς
    αιτιατική την ψευτομαγκιά τις ψευτομαγκιές
     κλητική ψευτομαγκιά ψευτομαγκιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψευτομαγκιά < ψευτόμαγκ(ας) ή ψευτομάγκ(ας) + -ιά. Μορφολογικά αναλύεται σε ψευτο- + μαγκιά.

Προφορά

ΔΦΑ : /pse.fto.maŋˈɟa/ & /pse.fto.maˈɟa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψευτομαγκιά

Ουσιαστικό

ψευτομαγκιά θηλυκό

  • το να πουλάς μαγκιά, να παριστάνεις τον μάγκα χωρίς να είσαι, να ενεργείς σαν μάγκας ενώ δεν έχεις τα κότσια

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.