κότσια
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
κότσια
<
κότσι
Ουσιαστικό
κότσια
ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
το
θάρρος
και η
δύναμη
να αντεπεξέλθει κάποιος σε μια πρόκληση
Μεταφράσεις
κότσια
ρίσκο, τόλμη, τρέλα, ευφυϊα-μυαλό, διάνοια.
θάρρος - τόλμη
αγγλικά
:
grit
(en)
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.