ψευδοεπιστήμη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ψευδοεπιστήμη | οι | ψευδοεπιστήμες |
| γενική | της | ψευδοεπιστήμης | των | ψευδοεπιστημών |
| αιτιατική | την | ψευδοεπιστήμη | τις | ψευδοεπιστήμες |
| κλητική | ψευδοεπιστήμη | ψευδοεπιστήμες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pse.vðo.e.piˈsti.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δο‐ε‐πι‐στή‐μη
Ουσιαστικό
ψευδοεπιστήμη θηλυκό
- μέθοδος κατάταξης σε επιστημονική μορφή διάφορων ερευνών, παρατηρήσεων, θεωριών και συμπερασμάτων που δεν αποδεικνύονται από γεγονότα
-
ψευδοεπιστήμη στη Βικιπαίδεια

-
pseudoscience στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ψευδοεπιστήμη
|
Πηγές
- ψευδοεπιστήμη - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.