αιώρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αιώρημα | τα | αιωρήματα |
| γενική | του | αιωρήματος | των | αιωρημάτων |
| αιτιατική | το | αιώρημα | τα | αιωρήματα |
| κλητική | αιώρημα | αιωρήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αιώρημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αιώρημα ουδέτερο
- (χημεία) ανομοιογενές μίγμα στερεών σωματιδίων εντός υγρού (ή αερίου) που σε κατάσταση μακράς ακινησίας σε υγρά παρουσιάζει ίζημα.
-
αιώρημα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
αιώρημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.