εφυάλωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εφυάλωση | οι | εφυαλώσεις |
| γενική | της | εφυάλωσης* | των | εφυαλώσεων |
| αιτιατική | την | εφυάλωση | τις | εφυαλώσεις |
| κλητική | εφυάλωση | εφυαλώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εφυαλώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εφυάλωση θηλυκό
- η προσθήκη βερνικιού ή άλλου υαλώδους επιχρίσματος στην επιφάνεια πήλινων ή άλλων αντικειμένων για λόγους προστασίας, γυαλάδας κ.λπ.
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.