εφυάλωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εφυάλωση οι εφυαλώσεις
      γενική της εφυάλωσης* των εφυαλώσεων
    αιτιατική την εφυάλωση τις εφυαλώσεις
     κλητική εφυάλωση εφυαλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εφυαλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εφυάλωση < εφυαλώνω + -ση

Ουσιαστικό

εφυάλωση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.