ψέκτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψέκτης οι ψέκτες
      γενική του ψέκτη των ψεκτών
    αιτιατική τον ψέκτη τους ψέκτες
     κλητική ψέκτη ψέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψέκτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψέκτης[1] < ψέγω

Ουσιαστικό

ψέκτης αρσενικό (γενική & ψέκτου)

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη ψέγω

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ψέκτης οἱ ψέκται
      γενική τοῦ ψέκτου τῶν ψεκτῶν
      δοτική τῷ ψέκτ τοῖς ψέκταις
    αιτιατική τὸν ψέκτην τοὺς ψέκτᾱς
     κλητική ! ψέκτ ψέκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψέκτ
γεν-δοτ τοῖν  ψέκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψέκτης < (ψέγω) ψεκ- + -της [1]

Ουσιαστικό

ψέκτης αρσενικό

  • εκείνος που βρίσκει πταίσματα, ψεγάδια, που ψέγει, κατηγορεί
      5ος/4ος αιώνας πκε Πλάτων, Νόμοι, Pl.Lg.639c@perseus.tufts.edu
    [Ἀθηναῖος] τί δ᾽ ἐπαινέτην ἢ ψέκτην κοινωνίας ἡστινοσοῦν ᾗ πέφυκέν τε ἄρχων εἶναι μετ᾽ ἐκείνου τε ὠφέλιμός ἐστιν, ὁ δὲ μήτε ἑωρακὼς εἴη ποτ᾽ ὀρθῶς αὐτὴν αὑτῇ κοινωνοῦσαν μετ᾽ ἄρχοντος, ἀεὶ δὲ ἄναρχον ἢ μετὰ κακῶν ἀρχόντων συνοῦσαν;
    λείπει η μετάφραση

Αντώνυμα

  • ἐπαινέτης

Συγγενικά

  • θέμα ψεκ-  δείτε τη λέξη ψεκτός
  •  και δείτε τη λέξη ψέγω

Αναφορές

  1. ψέγω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.