ψέγω

Ας ελεγχθεί αν έχει μετοχή παθητικού παρακειμένου.

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψέγω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpse.ɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψέγω

Ρήμα

ψέγω, αόρ.: έψεξα, παθ.φωνή: ψέγομαι, π.αόρ.: ψέχτηκα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψέγω   ψέγομαι 
Παρατατικός  ἔψεγον 
Μέλλοντας  ψέξω 
Αόριστος  ἔψεξα 
Παρακείμενος  ἔψεγμαι 
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

ψέγω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ψέγω

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.