γαιόχωση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαιόχωση | οι | γαιοχώσεις |
| γενική | της | γαιόχωσης* | των | γαιοχώσεων |
| αιτιατική | τη | γαιόχωση | τις | γαιοχώσεις |
| κλητική | γαιόχωση | γαιοχώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, γαιοχώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
γαιόχωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.