μπήξιμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπήξιμο τα μπηξίματα
      γενική του μπηξίματος των μπηξιμάτων
    αιτιατική το μπήξιμο τα μπηξίματα
     κλητική μπήξιμο μπηξίματα
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπήξιμο < μπήγω

Ουσιαστικό

μπήξιμο ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπήγω (με την κυριολεκτική ή τη μεταφορική του έννοια)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.