χωροθετημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χωροθετημένος | η | χωροθετημένη | το | χωροθετημένο |
| γενική | του | χωροθετημένου | της | χωροθετημένης | του | χωροθετημένου |
| αιτιατική | τον | χωροθετημένο | τη | χωροθετημένη | το | χωροθετημένο |
| κλητική | χωροθετημένε | χωροθετημένη | χωροθετημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χωροθετημένοι | οι | χωροθετημένες | τα | χωροθετημένα |
| γενική | των | χωροθετημένων | των | χωροθετημένων | των | χωροθετημένων |
| αιτιατική | τους | χωροθετημένους | τις | χωροθετημένες | τα | χωροθετημένα |
| κλητική | χωροθετημένοι | χωροθετημένες | χωροθετημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
χωροθετημένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.