χτήμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χτήμα | τα | χτήματα |
| γενική | του | χτήματος | των | χτημάτων |
| αιτιατική | το | χτήμα | τα | χτήματα |
| κλητική | χτήμα | χτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χτήμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτῆμα < κτῆμα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική κτῆμα με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt] [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxti.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτή‐μα
Συγγενικά
θέμα χτη-
- απόχτημα
- αποχτημένος
- γαιοχτήμονας
- χτηματάκι
- χτηματίας
- χτημιώνας
- ψωροχτήμα
- ψωροχτηματικός
→ και δείτε τη λέξη κτήμα για το θέμα κτη-
Αναφορές
- χτήμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.