χτήμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χτήμα τα χτήματα
      γενική του χτήματος των χτημάτων
    αιτιατική το χτήμα τα χτήματα
     κλητική χτήμα χτήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χτήμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χτῆμα < κτῆμα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική κτῆμα με ανομοίωση της προφοράς [kt] > [xt] [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χτήμα

Ουσιαστικό

χτήμα ουδέτερο

Συγγενικά

θέμα χτη-

 και δείτε τη λέξη κτήμα για το θέμα κτη-

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.