απόχτημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | απόχτημα | τα | αποχτήματα |
| γενική | του | αποχτήματος | των | αποχτημάτων |
| αιτιατική | το | απόχτημα | τα | αποχτήματα |
| κλητική | απόχτημα | αποχτήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απόχτημα < απόκτημα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.