χτηματίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χτηματίας οι χτηματίες
      γενική του χτηματία των χτηματιών
    αιτιατική τον χτηματία τους χτηματίες
     κλητική χτηματία χτηματίες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χτηματίας < (λαϊκό) κτηματίας

Ουσιαστικό

χτηματίας αρσενικό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.